- επαρωγη
- ἐπαρωγήἐπ-ᾰρωγή-ῆς ἥ помощь, средство
(νούσοιο λυγρῆς Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(νούσοιο λυγρῆς Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επαρωγή — ἐπαρωγή, η (Α) 1. βοήθεια, επικουρία 2. βοήθεια εναντίον κάποιου 3. αντίσταση, εναντίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρωγή «βοήθεια»] … Dictionary of Greek
ἐπαρωγῇ — ἐπαρωγή help fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρωγῆς — ἐπαρωγή help fem gen sg (attic epic ionic) ἐπαρωγής efficacious masc/fem acc pl (attic epic doric) ἐπαρωγής efficacious masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρωγήν — ἐπαρωγή help fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)